- σκευασία
- η, ΝΑ [σκευάζω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκευάζω, παρασκευή, ετοιμασία2. σύνθεμα φαρμάκων ή άλλων ουσιών, σκεύασμα, παρασκεύασμα («τὰς τῶν φαρμάκων σκευασίας καὶ ριζῶν δυνάμεις», Διόδ.)νεοελλ.συσκευασίααρχ.1. παρασκευή φαγητού («ὥσπερ περὶ ὄψου σκευασίας οἶσθα δήπου ὅτι οὐκ οἶσθα;», Πλάτ.)2. προμήθεια επίπλων, επίπλωση3. στον πληθ. αἱ σκευασίαια) τρόπος παρασκευής ενός φαγητού, συνταγήβ) εξαρτήματα, σκευή («σκευασία ὄνων», Καλλίξ.)3. μτφ. σύνθεση, δημιουργία («σκευασία τῆς μουσικῆς», Αστυδ.).
Dictionary of Greek. 2013.